#4- Πώς οργανώνεται και πώς χρηματοδοτείται ένα εγχείρημα συνεργατικής κατοικίας;
Καταστατικό και διαδικασίες λήψης αποφάσεων
Το καταστατικό αποτελεί το κείμενο στο οποίο αποτυπώνονται το όραμα, οι σκοποί, η οργανωτική δομή και οι διαδικασίες διαχείρισης του εγχειρήματος. Το κάθε καταστατικό είναι μοναδικό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τους στόχους της κάθε ομάδας, με βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο κάθε χώρας. Σε γενικές γραμμές, τα συνεργατικά στεγαστικά εγχειρήματα ακολουθούν τις συνεταιριστικές αρχές: συμπεριληπτικότητα, δημοκρατικότητα, αυτοοργάνωση, αλληλεγγύη, συνεργασία, ενδιαφέρον για την κοινότητα και το περιβάλλον. Παράλληλα, εισάγονται δικλείδες προστασίας για την εξασφάλιση της συλλογικής ιδιοκτησίας και την αποτροπή ενδεχόμενης μελλοντικής κερδοσκοπίας επί του ακινήτου.
Τα μέλη αποφασίζουν ισότιμα: ένα μέλος = μια ψήφος. Όλα τα μέλη έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, διαμορφώνουν μαζί τούς όρους δημιουργίας και λειτουργίας τού συνεταιρισμού (καταστατικό, οικονομική διαχείριση, κ.α.), καθώς και τους κανόνες της συγκατοίκησής τους. Παρότι προαιρετική, η συμμετοχή είναι απαραίτητη καθώς συμβάλλει στη δημοκρατικότητα και στη διαφάνεια των διαδικασιών, στην κατανομή των ευθυνών, στην ενίσχυση του αισθήματος της κοινότητας και του αμοιβαίου σεβασμού.
Σε τυπικούς στεγαστικούς συνεταιρισμούς την διαχείριση αναλαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο που εκλέγεται από τα μέλη. Οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από την Γενική Συνέλευση όλων των μελών, ανεξάρτητα από το αν κατοικούν ή όχι στο εγχείρημα. Με αυτό το μοντέλο λειτουργούν συνήθως οι πιο κλειστοί στεγαστικοί συνεταιρισμοί ιδιοκτησίας (ή equity coops) όπου μέλη είναι μόνο οι συνιδιοκτήτες-κάτοικοι του συνεταιρισμού.
Σε άλλες περιπτώσεις γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των αποφάσεων που αφορούν την διαχείριση του ακινήτου ή ζητήματα επέκτασης του εγχειρήματος, και της διαχείρισης της καθημερινότητας της κατοικίας (οικονομική διαχείριση, επιλογή ενοίκων κλπ.) που αναλαμβάνει ο σύλλογος κατοίκων. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα τους συνεταιρισμούς ενοικίου, σε περιπτώσεις στεγαστικών εγχειρημάτων που λειτουργούν ως δίκτυο ή όπου υπάρχει ένας μεγαλύτερος συλλογικός φορέας (συνεταιρισμός-ομπρέλα) και επιμέρους συνεργατικά στεγαστικά εγχειρήματα ή σε πιο υβριδικά και σύνθετα νομικά σχήματα.
Κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα σε κρίσιμα ζητήματα, τα περισσότερα εγχειρήματα επιδιώκουν να εφαρμόσουν την αρχή της επίτευξης της συναίνεσης, και όχι της πλειοψηφίας.
Κοινή Συναίνεση “Οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν ότι κοινή συναίνεση σημαίνει ότι όλοι συμφωνούμε. Δε σημαίνει αυτό. Μέσα στην κοινή συναίνεση υπάρχει χώρος για τους ανθρώπους να διαφωνήσουν, να κάνουν ένσταση ή να κάνουν στο πλάι, αρνούμενοι να συμμετέχουν στην υλοποίηση μιας δράσης. Κοινή συναίνεση δε σημαίνει απαραίτητα ομοφωνία. Κοινή συναίνεση σημαίνει ότι περάσαμε μέσα από μια διεργασία κατά την οποία ακούστηκαν οι ιδέες και οι ανησυχίες όλων, και έχουμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να τις απαντήσουμε ή να τις ικανοποιήσουμε. Κοινή συναίνεση σημαίνει ότι η ομάδα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να ακούσει όλες τις ιδέες και τους προβληματισμούς και να συνθέσει την καλύτερη δυνατή πρόταση.” Πότε χρησιμοποιούμε την Κοινή Συναίνεση Η κοινή συναίνεση δεν είναι μια μορφή δομής της ομάδας ή μια μορφή διακυβέρνησης. Μερικές ομάδες πιστεύουν ότι, άπαξ και είπαν «Δουλεύουμε με Κοινή Συναίνεση», κάθε μέλος πρέπει πάντα να παίρνει μέρος σε κάθε απόφαση. Αλλά η κοινή συναίνεση λειτουργεί καλύτερα όταν ακούγονται πολλές απόψεις και οι άνθρωποι έχουν έναν υψηλό δείκτη αυτονομίας και υπευθυνότητας. Εάν όλοι πρέπει να συμμετέχουμε σε όλες τις αποφάσεις, για όλα τα θέματα, κανείς μας δεν θα είχε ελεύθερο χρόνο, αλλά ούτε και το χρόνο για να περάσει στην υλοποίηση. Κανείς δεν θα είχε την ελευθερία να εξασκήσει ανεξάρτητη κριτική ή τη δημιουργικότητά του. Η κοινή συναίνεση έχει μεγάλο κόστος ως προς τον χρόνο της ομάδας και την ενέργειά της, αν και όχι γενικά σε χρήματα, εκτός αν η ομάδα πληρώνει συντονιστή. Για αυτό τον σκοπό, μια ομάδα πρέπει να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει κατά την κρίση της: για θέματα που είναι σημαντικά και σχετίζονται με θεμελιώδεις αξίες, που χρειάζονται υποστήριξη και συμμετοχή από όλη την ομάδα ή για όσα ανατίθενται σε ομάδες και άτομα που ευθέως σχετίζονται με αυτές.” StarHawk, 2015, Οδηγός για επιτυχημένες συνελεύσεις, σ.33-34
Νομική μορφή
Η νομική μορφή ενός συνεργατικού στεγαστικού εγχειρήματος μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το νομικό σύστημα και τις δυνατότητες που δίνει το θεσμικό πλαίσιο σε κάθε χώρα. Η πιο συνηθισμένη νομική μορφή συνεργατικής κατοικίας είναι οι στεγαστικοί συνεταιρισμοί. Την ίδια λειτουργία όμως μπορούν να επιτελέσουν και άλλες νομικές μορφές, ιδίως σε χώρες που δεν υπάρχει ειδικά διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο. Αυτές κυμαίνονται από κεφαλαιουχικές εταιρικές μορφές που ανήκουν συλλογικά στα μέλη (όπως οι Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης), μορφές της Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας (π.χ. αστικοί συνεταιρισμοί, ΑΜΚΕ, ΚΟΙΝΣΕΠ), μέχρι πιο εξειδικευμένες νομικές μορφές, όπως τα Community Land Trusts (καταπιστεύματα γης) στα οποία υπάρχει και συμμετοχή του δημοσίου.
Συχνά, επιλέγεται η χρήση συνδυασμού νομικών μορφών, ανάλογα με το οργανωτικό σχήμα του εγχειρήματος και το νομικό πλαίσιο της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, μπορεί όλη η λειτουργία του εγχειρήματος να καλύπτεται είτε από έναν αυτόνομο Αστικό ή Στεγαστικό Συνεταιρισμό [ειδικά για μικρής κλίμακας συλλογικές κατοικίες όπως η Numero Zero S.C.A.R.L. (Societa’ Cooperativa a Responsabilita’ Limitata) στο Τορίνο], είτε από παραδοσιακούς συνεταιρισμούς κατοικίας (όπως ο ABZ στη Ζυρίχη), είτε από πιο σύνθετα σχήματα διάκρισης διαφορετικών επιπέδων διαχείρισης, ειδικά όταν συμμετέχουν δικτυωμένα εγχειρήματα.
Μια συνηθισμένη διάκριση που γίνεται είναι αυτή ανάμεσα στη δημιουργία του συλλογικού φορέα, που έχει την ιδιοκτησία του ακινήτου, και του συλλόγου μελών-κατοίκων. Ο πρώτος έχει την αρμοδιότητα διαχείρισης και επέκτασης του εγχειρήματος, με τη συμμετοχή μιας ευρύτερης κοινότητας μελών-υποστηρικτών, ενώ ο δεύτερος ρυθμίζει την καθημερινότητα και την κοινή διαβίωση. Πιο σύνθετα σχήματα μπορεί να περιλαμβάνουν έναν οργανισμό-ομπρέλα -μια συλλογική υποδομή- που αναλαμβάνει ρόλους εκπαίδευσης, έρευνας, δικτύωσης και συνηγορίας (π.χ. η οργάνωση Sostre Civic, στη Βαρκελώνη), ενώ μπορεί να λειτουργεί και εγγυητικά ως προς την εξασφάλιση των μη κερδοσκοπικών, κοινωφελών στόχων (π.χ. Mietshäuser Syndikat). Επίσης, μπορούν να υπάρχουν συνδεδεμένα στεγαστικά εγχειρήματα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το δίκτυο συνεργατικών κατοικιών Mietshäuser Syndikat, που από την σύλληψή του βασίστηκε σε ένα σύνθετο σχήμα διασυνδεδεμένων Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) και Συλλόγων ενοικιαστών.
Χρηματοδότηση
Η πιο σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει μια ομάδα στο ξεκίνημα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η χρηματοδότηση. Σε αντίθεση με άλλου τύπου συνεργατικά εγχειρήματα εντάσεως εργασίας, απαιτείται μεγάλο αρχικό κεφάλαιο για την απόκτηση και ανακαίνιση των κατοικιών.
Η χρηματοδότηση ενός συνεργατικού εγχειρήματος κατοικίας μπορεί να γίνει:
- από ίδιους πόρους των μελών (συνεισφορές και συνεταιριστικές μερίδες),
- μέσω crowdfunding
- με άμεσα δάνεια από άτομα με μηδενικό ή πολύ μικρό επιτόκιο, ενώ μπορούν να έχουν τη μορφή συνεταιριστικών μερίδων (withdrawable shares) ή έντοκων καταθέσεων (σε επενδυτικό λογαριασμό του συνεταιρισμού)
- με δάνειο από συνεταιριστική ή ηθική τράπεζα
- με δάνειο από κρατική τράπεζα ή ειδικό αναπτυξιακό ταμείο (εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση για στήριξη τέτοιων εγχειρημάτων),
- με επιχορηγήσεις και εγγυήσεις από το κράτος ή με μακροχρόνια παραχώρηση ακινήτων που ανήκουν στο δημόσιο,
- με χορηγίες από οργανισμούς και ιδρύματα που ενδιαφέρονται να στηρίξουν τον σκοπό, όπως στα λεγόμενα Seed funds και solidarity funds. Για παράδειγμα, η Allgemeine Baugenossenschaft Zürich (ABZ), ένας από τους μεγαλύτερους στεγαστικούς συνεταιρισμούς στην Ελβετία, έχει στηρίξει τα τελευταία χρόνια 45 εγχειρήματα διαθέτοντας 1.35εκ ελβετικά φράγκα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η χρηματοδότηση γίνεται με συνδυασμό των παραπάνω πηγών. Στη σύνθεση του χρηματοδοτικού μείγματος, πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ο χρόνος: Υπάρχουν πηγές άμεσα διαθέσιμες, αλλά με μικρότερα ποσά, καθώς και άλλοι μηχανισμοί χρηματοδότησης που απαιτούν περισσότερο χρόνο. Συνεπώς, η πρόοδος των εργασιών υλοποίησης του εγχειρήματος αναγκαστικά συγχρονίζεται τόσο με τη δυνατότητα συγκέντρωσης των απαιτούμενων πόρων σε κάθε του φάση, όσο και με τη ροή της χρηματοδότησης. Συχνά τα εγχειρήματα ξεκινάνε με την προσπάθεια συγκέντρωσης ενός αρχικού κεφαλαίου, μέσω crowdfunding και εγγραφές μελών. Το κεφάλαιο αυτό δεν είναι ποτέ πολύ μεγάλο, είναι όμως σημαντικό για τη διάδοση της προσπάθειας και την υποστήριξή της από όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού κεφαλαίου συνήθως καλύπτεται από δανεισμό (συχνά σε συνδυασμό με επιχορηγήσεις), ενώ η αγορά μερίδων από τα μέλη καλύπτει το αρχικό ίδιο κεφάλαιο που απαιτείται (περίπου ~20-30%). Την ευθύνη του χρέους αναλαμβάνουν συνήθως συλλογικά τα μέλη.
Το μηνιαίο ενοίκιο που πληρώνουν οι κάτοικοι πηγαίνει αρχικά για την αποπληρωμή του δανείου, ενώ, όσο αποπληρώνεται σταδιακά το κεφάλαιο, το ενοίκιο μπορεί να μειωθεί καλύπτοντας τα πάγια έξοδα, τη συνεισφορά στο ταμείο αλληλεγγύης, και τη δημιουργία αποθεματικού για την επέκταση του στεγαστικού συνεταιρισμού. Τα μέλη του συνεταιρισμού μπορούν να αποφασίσουν αν θα μειώσουν σταδιακά το ενοίκιο ή αν θα το διατηρήσουν ώστε να δημιουργήσουν ένα αποθεματικό.
Η ύπαρξη ενός ηθικού τραπεζικού τομέα είναι καθοριστική για την ανάπτυξη τέτοιων εγχειρημάτων, καθώς η εμπειρία από άλλες χώρες (αλλά και την Ελλάδα) έχει δείξει ότι οι εμπορικές τράπεζες δεν εμπιστεύονται τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες. Επιπλέον, έχει φανεί ότι η άμεση στήριξη από το κράτος (με χρηματοδότηση και/ή διάθεση ακινήτων) ή η έμμεση (με ειδικό πλαίσιο φορολόγησης) είναι καθοριστική για τη βιωσιμότητα αυτών των εγχειρημάτων. Έτσι, πολλά εγχειρήματα, παράλληλα με την επεξεργασία και ανάπτυξη του δικού τους σχεδίου, επεξεργάζονται προτάσεις και διεκδικούν τη διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού πλαισίου από το κράτος.
Πράγματι, η χρηματοδότηση συνεργατικών στεγαστικών εγχειρημάτων είναι πιο δύσκολη από άλλα, μικρότερης κλίμακας, εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, επειδή: α) απαιτείται μεγάλο αρχικό κεφάλαιο για την αγορά (ιδιαίτερα σε κεντρικές αστικές περιοχές όπου οι αξίες γης είναι μεγάλες), επισκευή και διαμόρφωση των κατοικιών, και β) χρειάζεται σημαντικός χρόνος για την απόσβεση του κεφαλαίου, άρα και μεγαλύτερη ή πιο μακροχρόνια δέσμευση από τα μέλη.
Από την άλλη, η δυνατότητα του συνεταιρισμού να παρέχει σταθερή στέγαση σε χαμηλότερο κόστος, παράλληλα με τις ποιοτικές υπηρεσίες μιας διαφορετικής εμπειρίας συλλογικής κατοίκησης, είναι κίνητρα που προσελκύουν μέλη και σταθερούς κατοίκους, διασφαλίζοντας έτσι μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων.